- ομού
- (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι)επίρρ.1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.)αρχ.1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῡ», Σοφ.)2. (με δοτ.) α) μαζί με... («ὁμοῡ νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῡ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)3. (για ποσό) εν όλω, στο σύνολο, με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῡ δισμύριοι πάντες Ἀθηναῑοι», Δημοσθ.)4. φρ. «ὁμοῡ καί» — ακριβώς όπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμ-ού)].
Dictionary of Greek. 2013.